[το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό Κατιούσα, www.katiousa.gr, στις 19/01/2018]
Aκολουθεί πραγματικό περιστατικό από τα βάθη της δεκαετίας του ’00. Από τη ΛΔ του Βορρά που λέει και ο Σφυροδρέπανος.
Είναι 1ο εξάμηνο στη σχολή μου, στο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, και όπως συνηθίζεται στην έναρξη της φοιτητικής ζωής κάνεις επιφανειακή/casual παρέα με τους πάντες, μέχρι τελοσπάντων να δημιουργήσεις ψιλοσταθερές φιλίες και σαφείς παρέες με τις οποίες μοιράζεσαι κοινά ενδιαφέροντα. Ή μέχρι να γνωρίσεις εαακίτες και να βρίζεστε για τα πολιτικά, διακόπτοντας πού και πού το βρίσιμο με τσούγκρισμα των ποτηριών με τα ρακόμελα. Μετά από μια μέρα γεμάτη «εργαστήρια» και «θεωρίες» λοιπόν έρχεται η σειρά του καφέ πέριξ της Καμάρας. Το τραπέζι περιλαμβάνει 6-7 άτομα, τα περισσότερα απολιτίκ οπότε στην πλευρά που κάθομαι δημιουργείται ένα αυτοτελές πηγαδάκι που αρχίζει να ψηλαφεί πολιτικά θέματα. Αποτελείται από το Γιώργο, τον νεοδημοκράτη (όχι δαπίτη, αλλά ξερωγώ ήπιο ψηφοφόρο ΝΔ), τον Πέτρο, κατά δήλωσή του αναρχικό, και εμένα, το Στρώμα, μέλος της ΚΝΕ εκείνη την εποχή. Και κάπως τα φέρνει η κουβέντα και αρχίζουμε να μιλάμε για την ακατανόμαστη χώρα βόρεια της Ελλάδας. Εδώ όμως είναι η πλάκα, μιλάμε μεν για το ίδιο θέμα, αλλά χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές ορολογίες. Ο νουδοκράτης βλαχομπαρόκ εθνικολεβέντης γιος ροδακινοπαραγωγού από τη Σκύδρα Πέλλης λέει συνέχεια «Σκόπια», ο αναρχικός από την Αλεξανδρούπολη λέει «Μακεδονία» και εγώ ο ψιλοβέρος Θεσσαλονικιός, σαν αιώνιος κεντριστής/ισορροπιστής χρησιμοποιώ τον επίσημο όρο του ΟΗΕ «Φύρομ» (Φύρομ, σαν πιο εύηχο απ’ το ΠΓΔΜ). Προσοχή, δε μαλώνουμε, κουβέντα κάνουμε, κανείς δεν υψώνει τον τόνο της φωνής, επικρατεί πλήρως το σαβουάρ το βιβρ και το κομ το ιλφό, και η συζήτηση συνεχίζεται ανέμελα, ψυχρά, δανέζικά, σουηδικά, κάπως έτσι:
-Πάντως τα Σκόπια μας έχουνε ανάγκη. Ξέρεις πόσοι Έλληνες έχουν ανοίξει εταιρείες στα Σκόπια;
Είναι 1ο εξάμηνο στη σχολή μου, στο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, και όπως συνηθίζεται στην έναρξη της φοιτητικής ζωής κάνεις επιφανειακή/casual παρέα με τους πάντες, μέχρι τελοσπάντων να δημιουργήσεις ψιλοσταθερές φιλίες και σαφείς παρέες με τις οποίες μοιράζεσαι κοινά ενδιαφέροντα. Ή μέχρι να γνωρίσεις εαακίτες και να βρίζεστε για τα πολιτικά, διακόπτοντας πού και πού το βρίσιμο με τσούγκρισμα των ποτηριών με τα ρακόμελα. Μετά από μια μέρα γεμάτη «εργαστήρια» και «θεωρίες» λοιπόν έρχεται η σειρά του καφέ πέριξ της Καμάρας. Το τραπέζι περιλαμβάνει 6-7 άτομα, τα περισσότερα απολιτίκ οπότε στην πλευρά που κάθομαι δημιουργείται ένα αυτοτελές πηγαδάκι που αρχίζει να ψηλαφεί πολιτικά θέματα. Αποτελείται από το Γιώργο, τον νεοδημοκράτη (όχι δαπίτη, αλλά ξερωγώ ήπιο ψηφοφόρο ΝΔ), τον Πέτρο, κατά δήλωσή του αναρχικό, και εμένα, το Στρώμα, μέλος της ΚΝΕ εκείνη την εποχή. Και κάπως τα φέρνει η κουβέντα και αρχίζουμε να μιλάμε για την ακατανόμαστη χώρα βόρεια της Ελλάδας. Εδώ όμως είναι η πλάκα, μιλάμε μεν για το ίδιο θέμα, αλλά χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές ορολογίες. Ο νουδοκράτης βλαχομπαρόκ εθνικολεβέντης γιος ροδακινοπαραγωγού από τη Σκύδρα Πέλλης λέει συνέχεια «Σκόπια», ο αναρχικός από την Αλεξανδρούπολη λέει «Μακεδονία» και εγώ ο ψιλοβέρος Θεσσαλονικιός, σαν αιώνιος κεντριστής/ισορροπιστής χρησιμοποιώ τον επίσημο όρο του ΟΗΕ «Φύρομ» (Φύρομ, σαν πιο εύηχο απ’ το ΠΓΔΜ). Προσοχή, δε μαλώνουμε, κουβέντα κάνουμε, κανείς δεν υψώνει τον τόνο της φωνής, επικρατεί πλήρως το σαβουάρ το βιβρ και το κομ το ιλφό, και η συζήτηση συνεχίζεται ανέμελα, ψυχρά, δανέζικά, σουηδικά, κάπως έτσι:
-Πάντως τα Σκόπια μας έχουνε ανάγκη. Ξέρεις πόσοι Έλληνες έχουν ανοίξει εταιρείες στα Σκόπια;
-Δεν είναι θέμα «ανάγκης» αλλά εννοείται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις κάνουν πάρτυ στη Φύρομ. Τα ΕΛΠΕ πρώτα-πρώτα.
-Ε, αφού τα Σκόπια συντηρούνται από μας, να τους κάνουμε εμπάργκο όπως το ‘94.
-Γιατί ρε φίλε, τι σου φταίνε οι φτωχοί Μακεδόνες; Πρώτα αυτούς θα πονέσει το εμπάργκο.
-Εγώ δεν ξεχωρίζω τους Σκοπιανούς σε φτωχούς και πλούσιους. Όποιος θέλει να μου κλέψει το όνομα και την ιστορία μου είναι εχθρός μου, τέλος.
-Γιώργο, τώρα σοβαρά, είσαι υπέρ του να μπουκάρουμε στη Φύρομ;
-Δεν ξέρω για σας εγώ ούτε για τη Μακεδονία ούτε για την Κύπρο πολεμάω. Άμα γίνει επιστράτευση παίρνω το αεροπλάνο και «γεια σας».
-Ναι Πέτρο, εσένα θα περιμένουν στο αεροδρόμιο, «με το ρολόι» μήπως και φανείς. Έτσι και γίνει η μαλακία και κηρυχτεί επιστράτευση κλείνουν σύνορα, κλείνουν λιμάνια, κλείνουν τα πάντα. Πάντως ούτε εγώ πάω να πολεμήσω για να τιμωρήσω τους φυροματζήδες.
-Εγώ δε σας είπα πόλεμο, αλλά αυτό που κάθε Πάσχα γεμίζει η αγορά αρνιά από τα Σκόπια είναι απαράδεκτο.
-Ίδιο χόρτο βοσκάνε και στο Κιλκίς και στη Φύρομ ρε Γιώργο, τι ντόπια και τι ξένα τώρα…
-Εγώ πάντως αρνί Σκοπίων δε βάζω στο τραπέζι μου.
-Εγώ δεν τρώω γενικά αρνί, αλλά γουρούνι Φύρομ ευχαρίστως.
-Εγώ είμαι βήγκαν.
Ήταν η εποχή που η φράση «είμαι βήγκαν» δεν είχε αποκτήσει τον «καλτ» σημερινό χαρακτήρα, οπότε οι κρεοφάγοι κνίτης και νεοδημοκράτης δε γελάσαμε, παγώσαμε απλώς λίγο. Μη σας τα πολυλογώ κάπως έτσι συνεχίστηκε η κουβέντα μέχρι να αλλάξουμε θέμα όταν ο Γιώργος μας έβαλε να ακούσουμε το ρινγκ-τόουν του με κάποιο τραγούδι του Θάνου Πετρέλη. Εν τέλει μπορεί να μη μαλώσαμε αλλά μια αμοιβαία ψύχρανση τη νιώσαμε οι τρεις μας. Ο Γιώργος μάλλον μας θεώρησε εμένα και τον Πέτρο απάτριδες κατσαπλιάδες Εφιάλτες Πηλιογούσηδες, ο δε Πέτρος μάλλον με τσουβάλιασε μαζί με το Γιώργο σαν εθνίκι του ελέους. Μετά από λίγες εβδομάδες σταματήσαμε τους after school καφέδες. Έκτοτε «πετυχεστήκαμε» κατά καιρούς στο ΤΕΙ ή στο δρόμο, κυρίως με τον Πέτρο. Ο Γιώργος έμαθα ότι ασχολείται με τα ροδάκινα με τον πατέρα του ενώ τον Πέτρο τον πέτυχα τυχαία λίγο μετά τον Μαηούνη και μου είπε ότι θα ψηφίσει Αλαβάνο. Να πω ότι έπεσα απ’ τα σύννεφα, δεν έπεσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου