[το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ατέχνως, www.atexnos.gr, στις 06/11/2016]
Ο Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τζ. Τραμπ είναι γνωστή φιγούρα στον αμερικανικό δημόσιο βίο. Γιος του πλούσιου, αλλά όχι τόσο πλούσιου, μεσίτη Φρεντ Τραμπ, ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία και αυτός από το real estate. Τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 εμφανιζόταν σποραδικά στα ΜΜΕ έχοντας ένας καθεστώς ελαφρώς αλλά όχι πλήρως γραφικού και εκκεντρικού επιχειρηματία που αρεσκόταν να κομπορρημονεί, για την ικανότητα του στις μπίζνες και την «πέραση» στις γυναίκες. Με τον καιρό προχώρησε σε πιο επικερδείς αλλά και πιο «αεροκοπανιστές» δραστηριότητες, πιο γνωστές ως «αμερικανιές». Βασική του δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια ήταν να τοποθετεί το όνομά του, ως εμπορικό σήμα (brand name όπως λέγεται) σε κτήρια και άλλες εγκαταστάσεις (γήπεδα γκολφ κ.α.) αλλά χωρίς να έχει άμεση εμπλοκή με την δραστηριότητα. Έτσι αν μεν το εγχείρημα ήταν επικερδές, εισέπραττε (εκτός από το αρχικό ποσό για το όνομα) τα συμφωνηθέντα ποσοστά. Αν πάλι αποτύγχανε, κανένα πρόβλημα, τη νύφη την πλήρωναν αυτοί που είχαν επενδύσει τα λεφτά. Όμως το μεγάλο μπαμ στη δημόσια σφαίρα έγινε το 2004 όταν ο Τραμπ παρουσίασε το ριάλιτυ The Apprentice (Ο Μαθητευόμενος), στο οποίο ως άτυπος διευθύνων σύμβουλος μιας επιχείρησης ανέθετε στους διαγωνιζόμενους διάφορα επιχειρηματικά πρότζεκτ. Κάθε εβδομάδα «απέλυε» και από έναν μέχρι που στο τέλος ανακήρυσσε το νικητή, ο οποίος προσλαμβανόταν σε μια απ’ τις εταιρείες του. Το ριάλιτυ σάρωσε στις τηλεθεάσεις και ο Τραμπ έγινε πλουσιότερος κατά μερικά εκατομμύρια. Παράλληλα ο σκωτσέζικης καταγωγής επιχειρηματίας έγινε γνωστός ως άριστος χρήστης των παραθυρακίων του αμερικανικού φορολογικού ή δικαστικού συστήματος, είτε φαλιρίζοντας σκόπιμα εταιρείες του, με σκοπό την αποφυγή φόρων, είτε όταν τα πράγματα έφταναν στα δικαστήρια, κλείνοντας συμφωνίες και κάνοντας νομικίστικους συμβιβασμούς με σκοπό να βρεθεί πάλι στον αφρό.
Όλο αυτό το διάστημα, οι πολιτικές του θέσεις οι οποίες εκστόμιζε σποραδικά, θα τον κατέτασσαν κάπου στο… κέντρο του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, ενώ δεν παρέλειπε να χρηματοδοτεί πολλές προεκλογικές εκστρατείες βουλευτών, γερουσιαστών ή προέδρων και των δύο κομμάτων (με έφεση πάντως στο Δημοκρατικό) καθώς και να αποκομίζει τις σχετικές χάρες σε αντάλλαγμα, κατά τη συνήθη λίγο ή πολύ νόμιμη, πρακτική στις ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των ευεργετηθέντων οικονομικά ήταν και η σημερινή αντίπαλός του Χίλαρυ Κλίντον όταν ήταν υποψήφια για τη Γερουσία, τη δεκαετία του 2000. Ο ίδιος ο Τραμπ κατά διαστήματα, έκανε ασόβαρες ημιτελείς απόπειρες να κατέβει για πρόεδρος, τις οποίες παρατούσε όταν διαπίστωνε ότι δεν έχει την απαιτούμενη στήριξη. Οι κακές γλώσσες κάνουν λόγο απλά για μεγαλεπήβολα διαφημιστικά τρικ, συμπληρωματικά στις κύριες δραστηριότητές του.
Το 2016 όμως έδειξε αποφασισμένος. Παρουσιαζόμενος ως ενσαρκωτής του Αμερικανικού ονείρου, του επιτυχημένου μπίζνεσμαν κλπ και κάνοντας επίκληση στα πιο ταπεινά ένστικτα των εκπεσμένων μεσοστρωμάτων των ΗΠΑ, ξερνώντας ξενοφοβία, ρατσισμό, μισογυνισμό, επιτηδευμένη θρησκευτικότητα, καθώς και πουλώντας «αντισυστημική τρέλα», ότι δήθεν τα «αριστερά» (τα ποια;) ΜΜΕ τον πολεμούν, κατάφερε να πάρει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος μέσα από μια μακρά διαδικασία ντημπέιτ, συγκεντρώσεων και προκριματικών εκλογών που περιλάμβανε πάνω από 10 ανθυποψηφίους. Οι αντίπαλοί του ανήκαν σε όλο το φάσμα των διαφόρων «φραξιών» των Ρεπουμπλικάνων. Από τον γιο κουβανού εξόριστου θρησκόληπτο υπερδεξιό Τεντ Κρουζ μέχρι τον «ελευθεριακό» (libertarian) υπέρμαχο της νομιμοποίησης της κάνναβης, Ραντ Πολ. Μετά από ένα μακρύ διαγωνισμό ύβρεων, λάσπης και χυδαιοτήτων εκατέρωθεν, κατάφερε να βγει νικητής και να πάρει το χρίσμα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό συνέβη, τουλάχιστον επιφανειακά, κόντρα στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό των Ρεπουμπλικάνων. Αυτό αφορά και το επίσημο, το «κεντροδεξιό», και αυτό το «απ’ τα κάτω», του λεγόμενου «Κόμματος του Τσαγιού» (ΤeaParty), μιας «φράξιας» του ρεπουμπλικανικού κόμματος με έμφαση σε πιο ακροδεξιές ιδέες. Βέβαια, ο 2ος πυλώνας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος δεν άφησε τον υποψήφιό του εντελώς ξεκρέμαστο. Θέλοντας και μη το κόμμα συντάχθηκε έστω και ανόρεχτα πίσω του. Παρ’ όλα αυτά εξέχουσες προσωπικότητες του χώρου του, είτε απέφυγαν να πάρουν θέση για το πρόσωπό του, είτε στήριξαν με δηλώσεις τους ανοιχτά τη Χίλαρυ Κλίντον.
Η Χίλαρυ
Η Χίλαρυ Ρ. Κλίντον είναι παλιά καραβάνα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, αν και τα περισσότερα χρόνια σε ανεπίσημο ρόλο. Υποστηρίκτρια του «δεξιού» ρεπουμπλικάνου Μπάρι Γκολντγουότερ το 1964, άλλαξε την πολιτική της κατεύθυνση όταν βρέθηκε στο δρόμο του Μπιλ Κλίντον. Μετά το γάμο τους, ο Κλίντον εξελέγη κυβερνήτης της ελάχιστα δημοφιλούς νότιας πολιτείας του Άρκανσω. Στις εκλογές του 1992, οπότε και ο Κλίντον εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, η Χίλαρυ έγινε «πρώτη κυρία». Σε αντίθεση με την Ευρώπη όπου οι πρώτες κυρίες περιδιαβαίνουν τα φιλανθρωπικά γκαλά και δίνουν συνεντεύξεις σε εκπομπές τύπου Τατιάνας Στεφανίδου με σκοπό τον εξωραϊσμό της δημόσια εικόνας των συζύγων τους, στην Αμερική (εκτός από τα παραπάνω, που επίσης τα κάνουν σε υπερθετικό βαθμό) οι πρώτες κυρίες μπορούν να αναλαμβάνουν και άτυπους συμβουλευτικούς ρόλους σε διάφορα θέματα. Έτσι κατά την πρώτη θητεία του ο Κλίντον της ανέθεσε να προετοιμάσει ένα σχέδιο νόμου σχετικά με τη (σχεδόν ανύπαρκτη) δημόσια ασφάλιση και περίθαλψη. Μετά από διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων και λόγω της μη ύπαρξης δημοκρατικής πλειοψηφίας εκείνη την εποχή στο Κονγκρέσο, η Χίλαρυ εγκατέλειψε τον «αγώνα» της για τη δημόσια υγεία και στη 2η θητεία του συζύγου της (1997-2001) αναλώθηκε σε φυτέματα δέντρων σε πάρκα και κατανάλωση καναπεδακίων με μπρυκ και σολωμό, στα προαναφερθέντα φιλανθρωπικά γκαλά επώνυμων κυριών.
Το 2001 καβαλώντας το άρμα της τεράστιας δημοτικότητας του συζύγου της, που θεωρήθηκε επιτυχημένος πρόεδρος με κεντρώο και ως εκ τούτου μη συγκρουσιακό στίγμα, αλλά και εξαργυρώνοντας την (πολιτικά ακαταμάχητη για τους Αμερικανούς) εικόνα της «καλής συζύγου και μάνας» που δεν εγκατέλειψε το σύζυγο της όταν αυτός έκανε τις «ατασθαλίες του», μπήκε στην ενεργό πολιτική, ως γερουσιαστής της πολιτείας της Νέας Υόρκης όπου παρέμεινε ως το 2009. Τότε αποφάσισε να κάνει το άλμα προς την προεδρία. Όμως παρά τον περίπατο που περίμενε να κάνει, βρήκε στο δρόμο της τον νεαρό γερουσιαστή Μπαράκ Ομπάμα. Μετά από μια έντονη προεκλογική περίοδο, με αντεγκλήσεις, προσωπικές επιθέσεις κλπ, σε μια εποχή που οτιδήποτε θύμιζε Μπους Τζούνιορ πήγαινε «άκλαφτο», ο Ομπάμα πόνταρε στην αντιπολεμική του στάση σχετικά με το Ιράκ, ενώ αξιοποίησε (υπόγεια με μεγάλη ένταση, φανερά ποτέ) το χαρτί του πιθανού 1ου μαύρου προέδρου, έτσι ώστε να συσπειρώσει τη βάση του δημοκρατικού κόμματος που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από μειονότητες και ανθρώπους που γενικά απέχουν από τις εκλογές. Το «κεντρώο» προφίλ της Χίλαρυ, φάνηκε ακατάλληλο, και ο σχετικά πιο «αριστερός» Ομπάμα έγινε πρόεδρος. Καθώς όμως η αστική τάξη της χώρας δεν μπορούσε να πετάξει στα σκουπίδια ένα τόσο δυνατό πολιτικό χαρτί όπως η Χίλαρυ, ο Ομπάμα την τοποθέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Το παλμαρέ των επιτυχιών της στο πόστο αυτό είναι ευρέως γνωστό («Πορτοκαλί Επαναστάσεις», «Αραβικές Ανοίξεις», συνέχιση πολέμου Ιράκ και Αφγανιστάν κλπ). Στην 2η τετραετία Ομπάμα, για να προστατευθεί απ’ τη φθορά, απομακρύνθηκε από υπεύθυνα πόστα, και ξεκίνησε τη συγκέντρωση δυνάμεων με στόχο τη διεκδίκηση της προεδρίας το 2016.
Όπως είδαμε στο Α’ μέρος, η διεκδίκηση του χρίσματος στα 2 μεγάλα κόμματα περνά μέσα από προκριματικές εκλογές. Η Χίλαρυ, αναμένοντας και πάλι έναν περίπατο αιφνιδιάστηκε. Απέναντι της βρήκε το νέο πουλέν της κεντροαριστερίζουσας νεολαίας (ή τελοσπάντων το αντίστοιχο του πουλέν σε 70χρονο) τον, μέσα σε 30 εισαγωγικά, «democratic socialist» γερουσιαστή της λιλιπούτειας πολιτείας του Βερμόντ, Μπέρνι Σάντερς. Ο Σάντερς, κάτι αντίστοιχο του Λαφαζάνη, αν υποθέσουμε ότι η Χίλαρυ είναι Τσίπρας, ή του Τσίπρα, αν υποθέσουμε ότι η Χίλαρυ είναι Γ. Παπανδρέου, ή Γ. Παπανδρέου, αν υποθέσουμε ότι η Χίλαρυ είναι Βενιζέλος, ουδέποτε αμφισβήτησε το παρόν οικονομικό σύστημα. Ωστόσο, ενέταξε στο πρόγραμμά του σημεία που κάνουν γκελ σε κάποια τμήματα της διανόησης και της, από χρόνια αποξενωμένης απ’ την πολιτική, νεολαίας των ΗΠΑ, όπως η θέσπιση καθολικής δημόσιας περίθαλψης, η κατάργηση των διδάκτρων στα κρατικά πανεπιστήμια, η αύξηση του κατώτατου μισθού και μια σχετικά πιο φιλειρηνική (ότι κι αν σημαίνει αυτό για την ιμπεριαλιστική υπερδύναμη που λέγεται ΗΠΑ) πολιτική στο διεθνές πεδίο. Φυσικά, το Δημοκρατικό Κόμμα, ένας απ’ τους δύο πυλώνες του αστικού συστήματος στις ΗΠΑ, δεν επρόκειτο ποτέ να κατεβάσει ένα υποψήφιο σαν τον Σάντερς. Απλώς επέτρεψε στον κεντροαριστερό πολιτικό να παίξει λίγο μπάλα, για ξεκάρφωμα, μέχρι που η Χίλαρυ, βάζοντας λυτούς και δεμένους, από τη γραφειοκρατία του κόμματός, τα ΜΜΕ κλπ κατάφερε να πάρει το κομματικό χρίσμα.
Το παράδοξο που δεν είναι παράδοξο
Παρά την παραδοσιακή αντίληψη που έχουμε, για τους «καλούς δημοκρατικούς» και «κακούς ρεπουμπλικάνους», η μακρά και βάναυση προεκλογική εκστρατεία έμελλε να γίνει αποκαλυπτική.
Ο Τραμπ ναι μεν είναι ξενοφοβικός «καραγκιόζης» που πρότεινε την ολική απαγόρευση εισόδου μουσουλμάνων στη χώρα, αλλά και ο «γλυκομίλητος» Ομπάμα δεν έκανε «σκόντο» στις απελάσεις τα τελευταία χρόνια.
Ο Τραμπ ναι μεν είναι υπέρμαχος του αμερικανικού στρατιωτικού κατεστημένου αλλά έχει αποκαλέσει το ΝΑΤΟ «παρωχημένο» και έχει προτείνει την αναδιάρθρωση του (πριν του τραβήξει το αυτί το στρατιωτικό κατεστημένο και ανασκευάσει μερικώς).
Η Χίλαρυ ναι μεν είναι υπέρ της «λελογισμένης» αύξησης του κατωτάτου μισθού όμως είναι τα ελεγχόμενα από τους δημοκρατικούς ξεπουλημένα εργατικά συνδικάτα που δεν «σηκώνουν» μαζικά το αίτημα.
Ο Τραμπ είναι μεν υπέρ της κατασκευής ενός τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, όμως στα λόγια τουλάχιστον, είναι κατά της συμφωνίας διατλαντικού εμπορίου TTIP, σε αντίθεση με τη Χίλαρυ που είναι υπερ.
Η Χιλαρυ είναι μεν υπέρ της «διαφάνειας στο δημόσιο βίο», αλλά μέρα παρά μέρα κατηγορεί το Wikileaks ότι «υπονομεύει την αμερικανική ασφάλεια» διότι βγάζει στη φόρα πολλά «άπλυτα» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και της ίδιας ως προσώπου.
Ο Τραμπ έχει μεν διαλαλήσει κατά καιρούς ότι πρέπει «να βομβαρδίζουμε ό,τι κινείται» αλλά εμφανίζεται πιο διστακτικός στο να προτείνει στρατιωτικές επεμβάσεις «δια πάσαν νόσον» σε άλλες χώρες.
Η Χίλαρυ είναι μεν γενικώς και αορίστως υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων, αλλά είναι επί προεδρίας Ομπάμα που αναζωπυρώθηκε η ρατσιστική βία εκ μέρους των αστυνομικών αρχών στις ΗΠΑ.
Έχοντας παρουσιάσει το ιστορικό των δύο υποψηφίων και των πολιτικών τους χώρων, παρουσιάζεται το εξής παράδοξο. Ο όντως ακροδεξιός και όντως αισθητικά χυδαίος Τραμπ δείχνει ίσως λιγότερο «αντιλαϊκός» από την «κεντρώα» και «μετριοπαθή» Χίλαρυ. Φυσικά η παραπάνω τεχνικής φύσεως διαπίστωση ούτε εξωραΐζει, ούτε δικαιολογεί την εικόνα του Τραμπ. Άλλωστε ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορίας όσο υπαρκτός κι αν είναι, είναι πολύ περιορισμένος, από γενικότερη ιστορική προοπτική. Η συζήτηση περί ακαταλληλότητας πχ. του Τραμπ να «έχει μαζί του το βαλιτσάκι με τα πυρηνικά», επειδή είναι «γυναικάς» ή «τουιτάρει κοτσάνες νυχτιάτικα» καταντά γραφική όταν είναι γνωστό ότι οι αποφάσεις τέτοιου μεγέθους δεν παίρνονται ανάλογα με τις προσωπικές ορέξεις του κάθε ηγέτη, αλλά βάσει γενικότερων σχεδιασμών. Σε κάθε περίπτωση οι λαοί της Μέσης Ανατολής δεκάρα δεν δίνουν για τους λεπτούς τρόπους και το τακτ αυτών που τους βομβαρδίζουν, όπως δεν έδωσε δεκάρα ο γιουγκοσλαβικός λαός όταν βομβαρδίστηκε από έναν «έξω καρδιά» τύπο, που έλεγε αστεία και ήταν πολύ καλός για παρέα, ονόματι Μπιλ Κλίντον, το 1999.
Η επόμενη μέρα
Τούτων λεχθέντων, με βάση τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, στις 8 Νοεμβρίου (20 Ιανουαρίου 2017 η ορκωμοσία) ο/η επόμενος/η πρόεδρος/ίνα θα είναι ο/η Χίλαρυ Κλίντον. Μια απόφαση του αμερικανικού λαού που θα παρθεί στα πλαίσια του «μη χείρον βέλτιστον». Ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ θα δώσει τη θέση του στην πρώτη γυναίκα. Από την πρώτη φορά «μαυριδερά», στην πρώτη φορά «γυναικεία». Πόσο όμως μη χείρον είναι μια πρόεδρος που έχει στηρίξει πχ. τον πόλεμο στο Ιράκ; Και αν η ψήφος στον Ομπάμα, που οι περγαμηνές του όταν ξεκινούσε την θητεία του το 2008 ήταν πολύ πιο «αριστερές» από τη Χίλαρυ, αποδείχτηκε φρούδα ελπίδα, πόση ακόμα ελπίδα έχει απομείνει στο ντεπόζιτο των αμερικανών εργαζομένων, των μαύρων, των κοινωνικά αποκλεισμένων στη μεγαλύτερη καπιταλιστική δύναμη του πλανήτη;
Ντόναλντ Τραμπ και Χίλαρυ Κλίντον είναι και οι δύο αδίστακτοι εκπρόσωποι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, οι «Δίδυμοι Πύργοι» του, και με βάση αυτά που έχει δείξει η ιστορική πείρα, παρά τις διαφορές τους σε θέματα ύφους και αισθητικής, οποίος κι απ’ τους δύο κι αν βρεθεί στη θέση του προέδρου, θα συνεχίσει στην ίδια ρότα και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Στη Χώρα των Ελεύθερων και Πατρίδα των Γενναίων.
Δείτε: