Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Η φανερή γοητεία του Βασίλη Ραφαηλίδη

[το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό Κατιούσα, www.katiousa.gr, στις 08/09/2017]



Υπάρχουν γύρω μας αυτοί που το άκουσμα της λέξης «Ράφα» τους φέρνει συνειρμικά στο νου τον προπονητή Ράφα Μπενίτεζ. Θεμιτό. Και Ουέφα έχει πάρει ο άνθρωπος και Τσάμπιονς Λιγκ.
Αλλά υπάρχουμε και ‘μεις που ανδρωθήκαμε (ή «γυναικωθήκαμε») πολιτικά και συγγραφικά λόγω ενός άλλου Ράφα, του συγγραφέα/δημοσιογράφου/κριτικού κινηματογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη.
Ο Ραφαηλίδης γεννήθηκε το 1934 στα Σέρβια της Κοζάνης. Μετά από σχετικές σπουδές ασχολήθηκε για σύντομο διάστημα με τη σκηνοθεσία, πριν μεταπηδήσει στο ρόλο του κριτικού κινηματογράφου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Έκτοτε συνέχισε στον έντυπο τύπο με επιφυλλίδες και άρθρα γνώμης. Τη δεκαετία του ’90 έγραψε τον κύριο όγκο των βιβλίων του ενώ ήταν απ’ τους πιο περιζήτητους καλεσμένους των τηλεοπτικών πάνελ. Πέθανε από καρκίνο το 2000.
Αν κάτι ήταν ο Ραφαηλίδης, ήταν άνθρωπος με θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ, με μεγάλη ικανότητα σαρκασμού και αυτοσαρκασμού. Είχε ταυτόχρονα συναίσθηση της μικρότητας του -όλων μας- ως ατόμων αλλά και επίγνωση του ρόλου και των δυνατοτήτων που έχουν μεγάλες μάζες ανθρώπων, αυτών που λέμε ότι κινούν την Ιστορία. Μολονότι ήταν στο πλευρό αυτών των μαζών, ούτε τις καθαγίαζε, ούτε τις εξιδανίκευε.
Για μένα προσωπικά το συγγραφικό του έργο και ειδικότερα η «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους» και η «Μεγάλη Περιπέτεια του Μαρξισμού» ήταν κομβικά στη διαμόρφωση της πολιτικής μου ταυτότητας τη δεκαετία του ’90. Σε αυτά τα βιβλία (που αποτελούν απαραίτητο ανάγνωσμα για όλο τον ντουνιά) είναι που ο Ραφαηλίδης θα μπλέξει την υλιστική (ναι, με τον δικό του παιχνιδιάρικο και με μεγάλους βαθμούς ελευθερίας τρόπο) αντίληψη της ιστορίας και τον υγιή συναισθηματισμό, τη θεώρηση δηλαδή ότι τόσες και τόσες θυσίες ανθρώπων για ένα τόσο ευγενικό σκοπό (την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο) αποκλείεται να πάνε χαμένες από ιστορική προοπτική.
Ο Ραφαηλίδης φυσικά δεν είχε κανένα αλάθητο. Και υπερβολές έχει γράψει και (συγνώμη Ράφα) κοτσάνες έχει πει και σε αμφίβολης ποιότητας τηλεοπτικές εκπομπές είχε συμμετάσχει. Στα βιβλία του θα βρει κανείς από χοντροκομμένο αντισταλινισμό μέχρι θεωρίες -«φιλελέδικες» ή «ΔΗΜΑΡήσιες» θα τις λέγαμε σήμερα- ότι «δεν είμαστε κράτος» και «αφού δεν έχουμε σοσιαλισμό ας κάνουμε τουλάχιστον “υγιή” καπιταλισμό». Όμως δεν είναι αυτό που καθορίζει το έργο του, κι ας είχε ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα αισθητικής και «στόχο ζωής» την καταπολέμηση της πασοκιάς, της βλαχομπαροκιάς, του εθνικισμού.
Μερικά από τα παραπάνω στοιχεία ήταν που του κόλλησαν και την ταμπέλα του «αιρετικού». «Αιρετικού» σε σχέση με τις mainstream αντιλήψεις του καιρού του (περί πολιτικής, θρησκείας κλπ.) αλλά και αιρετικού σε σχέση με την επικρατούσα άποψη στην Αριστερά, κύρια το ΚΚΕ. Η πρώτη αιρετικότητα ήταν που τον έκανε αγαπητό σε μας, η δεύτερη ήταν που τον έκανε αγαπητό στα μέσα ενημέρωσης και σε κύκλους «διανοουμένων» και «ανένταχτων», χωρίς παραδόξως να τον αποξενώνει και από μας.
Οπότε να περάσουμε και στα βαριά. Ο Βασίλης ήταν κομμουνιστής; Προσωπική μου άποψη είναι ότι κομμουνιστές είναι τα μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων και μάλιστα αυτών που φέρουν και τη χάρη, εκτός απ’ το όνομα. Αυστηρά πολιτικά/κομματικά ο Βασίλης Ραφαηλίδης υπήρξε για ελάχιστα χρόνια μέλος κάποιου αριστερού σχηματισμού (της ΕΔΑ) και σε κάθε περίπτωση όχι του ΚΚΕ. Επομένως τον τίτλο αυτόν δεν μπορώ να του τον αποδώσω εγώ. Όμως αυτό που μπορώ να του αποδώσω είναι ότι η «πάστα» του ήταν ό,τι πιο κοντινό σε αυτή του κομμουνιστή. Έτσι είναι οι άνθρωποι που είναι ταυτόχρονα στο πλευρό των καταπιεσμένων και της επιστήμης/ορθολογισμού. Άσχετα απ’ την ταμπέλα λοιπόν που θα του κοτσάρουμε, τα κείμενά του ήταν απ’ αυτά που μπορούν να σε κάνουν κομμουνιστή ή τουλάχιστον να συμβάλουν στο ξεκουρκούτιασμα του μυαλού σου και σε συνδυασμό με δεκάδες άλλα πράγματα να σε βοηθήσουν να γίνεις τέτοιος.


«…Η πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός πως παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε το χρήμα, όπως γινόταν πάντα στην ιστορία χωρίς να το ομολογούν καθαρά οι πολιτικάντηδες, και οι καθηγητές της ιστορίας που τους βοηθούν αποτελεσματικά. Κύριε, θέλεις να γίνεις πλούσιος; Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου και άντε στο καλό. Ο Άγιος Πέτρος σε περιμένει στον Παράδεισο».


Ευτυχώς ο Βασίλης θα αποφύγει τις κακές παρέες μετά το θάνατό του. Πέθανε σαν σήμερα, 8 Σεπτεμβρίου του 2000 και έπειτα, για καλή του τύχη, αποδομήθηκε από μικροοργανισμούς.

Αυτός, όχι οι ιδέες του.

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

(1/3)

Σε συνέχειες η άποψη ενός «αποδημήσαντος εις κύριον» για τον «Ραφά» πριν από πέντε χρόνια· καλή ανάγνωση και καλό Σαββατοκύριακο! Άγρυπνος

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ «ΦΑΣΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΤΕΡΑΣ» («ΕΘΝΟΣ», 2/10/1983)

ΚΑΠΟΥ ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΣΕ…


Ο μακαρίτης ο Βασίλης ο Ραφαηλίδης εξαιρετικός ήταν ως κριτικός κινηματογράφου, αλλά κάπου κόλλαγε η σκέψη του όταν προσπαθούσε να κατανοήσει και να ερμηνεύσει από την σκοπιά του μαρξισμού σύνθετα και πολύπλοκα φαινόμενα. Και τότε το ’ριχνε σε ευφυολογίες που πολύ κατέβαζαν το επίπεδό του. Με το να επαναλαμβάνουμε τις ευφυολογίες του που ηχούν μεν ευχάριστα στ’ αυτιά μας, αλλά απαντήσεις δεν δίνουν, δεν πετυχαίνουμε τίποτα. Η αδυναμία του Ραφαηλίδη να μπει στην διαλεκτική ουσία της ιστορικής εξέλιξης ίσως να ’ταν κι αποτέλεσμα της εποχής, στην οποία ως διανοούμενος —ο ίδιος κυνηγήθηκε πολύ ως γόνος οικογένειας αγωνιστών του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ από την Μακεδονία— έζησε κι ωρίμασε πνευματικά στην Ελλάδα: ήταν εποχή υποχώρησης των κομμουνιστικών ιδεών, εποχή που καλλιεργούσε την σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό. Με κομματικότητα μηδέν κι οι καλύτερες προθέσεις πουθενά δεν οδηγούν• ή μάλλον μπορεί να οδηγήσουν στον Άδη, όπως έγραφε κι ο Νίκος ο Ζαχαριάδης. Όσο για τον φασισμό κάπου κάτι ξέχασε: τον Δημητρώφ καθώς και παλιότερες (π. χ. του αείμνηστου Βρετανού κομμουνιστή Ράτζανι Πάλμε Ντατ (Rajani Palme Dutt, 1896–1974) στο σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα έργο του «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση» (Fascism and Social Revolution), δεύτερη έκδοση: Λονδίνο 1935) ή και νεότερες μαρξιστικές-λενινιστικές αναλύσεις (π. χ. του Γερμανού κομμουνιστή Κουρτ Γκοσβάιλερ (Kurt Gossweiler, 1917– ) στο κλασσικό πλέον βιβλίο του «Κεφάλαιο, Ράιχσβερ και Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα – Για τα πρώτα στάδια της ιστορίας του γερμανικού φασισμού 1919 έως 1924» (Kapital, Reichswehr und NSDAP – Zur Frühgeschichte des deutschen Faschismus 1919 bis 1924), τελευταία έκδοση: Κολωνία 2011).

Άμα μένουμε στην επιφάνεια και δεν έχουμε κομματικότητα, δεν βγάζουμε τίποτα. Και πού καταλήγουμε; Ε, τώρα με κόμματα και ΚΟΒες, συνδικάτα κι απεργίες θ’ ασχολούμαστε, καλά καθόμαστε σπιτάκι μας, πηγαίνουμε και στις διαδηλώσεις για να παίρνουμε και τον «καθαρό» αέρα των χημικών και ανά περίπτωση κατακεραυνώνουμε το «άτιμο» το κίνημα και την «τσούλα» την ιστορία που δεν τα ’φεραν έτσι τα πράγματα που και κομμουνισμό να ’χουμε και την «ζαχαρένια» μας να μην έχουμε χαλάσει. Εντάξει, δεν λέω προσωπική επιλογή του καθενός είναι να έχει, να διατηρεί και να υπερασπίζεται τις απόψεις του, αλλά να μην βγαίνει κι από πάνω και, όταν πάνε στραβά τα πράγματα, να τα βάζει μ’ αυτούς που δεν τα ’φτιαξαν όπως αυτός τα ήθελε και τα θεωρούσε σωστά, ενώ ο ίδιος ποτέ δεν δεσμεύτηκε να συμπαραταχθεί οργανωτικά μαζί τους.

Τέλος πάντων, ξεσπάθωσα εναντίον του μακαρίτη που, σημειωτέον, τον διάβαζα —τότε με απεριόριστο θαυμασμό— από γυμνασιόπαις, όταν έγραφε στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» την δεκαετία του 1970, αλλά απαντήσεις για τον φασισμό δεν δίνει, όπως δεν μπόρεσε να δώσει —κι ούτε μπορούσε άλλωστε— και για το τι οδήγησε στις ανατροπές του 1989–1991: ιδίως ό,τι έγινε μετά το 1989 υπερέβαινε μακράν την θεωρητική του προετοιμασία και κατά συνέπεια και τις διανοητικές δυνατότητές του, όσο καλές κι αν ήταν οι προθέσεις του, όσο ειλικρινείς κι αν ήταν οι προαιρέσεις του κι όσο εναγώνιες κι αν ήταν οι αναζητήσεις του. Δεν ξέρω τι θα έλεγε, αν ζούσε σήμερα. Για να συνοψίσω: Ωραία ακούγονται όσα έγραψε, πλην όμως δεν αποτελούν οδηγό για επαναστατική δράση. Οι αναρχικές και αναρχίζουσες απόψεις τίποτα δεν κοστίζουν, γιατί ξεκινάνε από το τίποτα και καταλήγουν —με κάποιες ενδιάμεσες εξάρσεις κι αναλαμπές έτσι χάριν παιδιάς ή για την τιμή των όπλων— στο τίποτα. Θα μου πει κανείς ότι τον κακολογώ τον μακαρίτη και δεν κάνει, καθότι «ο αποθανών δεδικαίωται»• λάθος! Τον εκτιμώ εκεί που είναι σωστός, γιατί το ρητό όπως συνεχώς εκφέρεται δεν είναι πλήρες, το πλήρες είναι: «Ο αποθανών δεδικαίωται ανθ’ ων αγαθών έπραξε»…

Τρίτη, 6 Νοεμβρίου 2012

Ά.

Ανώνυμος είπε...

(2/3)

ΛΑΚΩΝΙΚΑ

Τον μακαρίτη τον Βασίλη τον Ραφαηλίδη τον τιμούσα, τον τιμώ και θα εξακολουθήσω να τον τιμώ μέχρι τέλους, κι όχι μόνο, γιατί, καθώς έγραφα και πριν, άρχισα να τον διαβάζω από πολύ νεαρή ηλικία. Αυτό δεν με απαλλάσσει από το καθήκον που αισθάνομαι να ασκήσω κριτική σ’ ό,τι δικό του κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν εμβαθύνει επαναστατικώ τω τρόπω.

Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο κι επειδή επιπλέον σ’ ό,τι αφορά τον φασισμό γίνονται «οι καιροί ου μενετοί», χρειάζεται, πάλι κατά την ταπεινή μου γνώμη, εμβάθυνση, μελέτη και αναλογισμός δίπλα στην επαναστατική πράξη. Ας δημοσιευτούν θεωρητικά κείμενα του μακαρίτη —ιδίως εκείνα που ασχολούνται με την κατ’ εξοχήν ειδικότητά του, την τέχνη του κινηματογράφου— που είναι καλύτερα απ’ αυτήν την εύπεπτη μεν, επιφανειακή δε ανάλυση του φασισμού. Πώς να το πω; Δεν φτάνει πια μια τέτοια ανάλυση, οι ανάγκες είναι άλλες απ’ εκείνες του 1983 και απαιτούν άλλες απαντήσεις, δεν επαρκεί η αόριστη ανθρωπολογία, και σταματάω εδώ, γιατί άρχισα να φλυαρώ.

Σε παρακαλώ απέφευγε στην περίπτωσή μου την προσφώνηση «ανώνυμε». Είμαι μεν ανώνυμος —ανώνυμος εξ ανάγκης όπως θα ’λεγε περίπου κι ο Μαρξ—, αλλά χρησιμοποιώ διακριτικό ψευδώνυμο, με το οποίο μπορείς να με προσφωνείς, δεν είμαι ρομπότ. Εξάλλου είμαστε και μακρινοί γείτονες…

Αυτά, κι αν χρειαστεί, θα επανέλθω.

Τρίτη, 6 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ (Αρχή)

Αισθάνομαι την ανάγκη να επανέλθω γιατί προηγήθηκαν κάποια σχόλια που άπτονται των δυο προηγουμένων δικών μου και χρήζουν κάποιων παρατηρήσεων.
Πρώτ’ απ’ όλα θέλω να τονίσω ότι σκοπός των σχολίων μου δεν ήταν να «βάλω τον Ραφαηλίδη στην θέση» του. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έχει πεθάνει εδώ και δώδεκα χρόνια και το να βάζουμε νεκρούς στην θέση τους ηχεί όχι μόνο μακάβρια, αλλά και προσβλητικά, σχεδόν ανίερα και βλάσφημα στην μνήμη τους. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έχει την θέση που του αξίζει κι όπως τόνισα και προηγουμένως, τον τιμούσα, τον τιμώ και θα τον τιμώ μέχρι τέλους χωρίς ταυτόχρονα να αυτοαπαλλοτριώνομαι μέσω μιας άκριτης παραδοχής και αποδοχής όλων των απόψεών του.

Ο φίλος Σταύρος Τ. με επιγραμματικό τρόπο έβαλε το δάχτυλο «επί των τύπων των ήλων» και θα συμφωνήσω μαζί του.

Ο φίλος Δήμος Τανάλιας έθεσε σωστά κατά την γνώμη μου το θέμα της κομματικότητας. Μας θύμισε και την στάση του μακαρίτη στα άγρια χρόνια της αντεπανάστασης. Επειδή βρίσκομαι για δεκαετίες στην υπερορία και δεν είχα τότε την δυνατότητα να παρακολουθώ την τηλεόραση του «902», δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, πιστεύω όμως όσα γράφει ο φίλος ο Δήμος επαφιέμενος στην καλή του πίστη. Πέρα όμως απ’ αυτό υπάρχει και το βιβλίο του μακαρίτη «Η μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού», στο οποίο οι αναρχικές και αναρχίζουσες απόψεις κι αντιλήψεις του φαίνονται καθαρά, για να μην πω χτυπάνε στο μάτι. Κι αφού για λόγους υγείας αδυνατώ να στρωθώ και να γράψω ένα σχετικό άρθρο καθώς ευγενικά με παρότρυνε ο φίλος ο Δήμος, θα περιοριστώ σε μια μεθοδολογική υπόδειξη για όποιον μπει στον κόπονα διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο —πιάνει μαζί με την βιβλιογραφία κοντά τις εξακόσιες σελίδες— για να το σχολιάσει κριτικά από μαρξιστική-λενινιστική σκοπιά.

(Συνεχίζεται)

Ά.

Ανώνυμος είπε...

(3/3)

ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ (Τέλος)

Ασκώντας κριτική στον Προυντόν (τόσο εν εκτάσει στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» (1847) όσο και περιληπτικά στο γράμμα του προς τον Γ. Μπ. φον Σβάιτζερ (24/1/1865) απ’ όπου και το παράθεμα που ακολουθεί) ο Μαρξ τόνιζε ότι ο Προυντόν εξ απαλών συγγραφικών ονύχων έδειχνε «πόσο ανενόχλητα τολμούσε να προσεγγίζει προβλήματα, για τη λύση των οποίων του έλειπαν ακόμα και οι στοιχειώδεις προκαταρκτικές γνώσεις» („wie ungeniert er sich an Probleme wagte, zu deren Lösung ihm noch die ersten Vorkenntnisse fehlten“, πρβλ. Marx/Engels Werke, Bd. 16, S. 25). Αν λοιπόν μελετήσει κανείς τον τρόπο, με τον οποίο καταπιάνεται ο Βασίλης Ραφαηλίδης με τα προβλήματα λογουχάρη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού στο βιβλίο του «Η μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού» θα δει πόσο εύστοχη εφαρμογή βρίσκει και στον Ραφαηλίδη ό,τι έγραφε ο Μαρξ για τον Προυντόν. Δεν θέλω και δεν μπορώ τώρα να επεκταθώ, αλλά από τις ευκολογραφίες και τα ευκολογραφήματα η απόσταση ως τις αναρχικές ή αναρχίζουσες απόψεις κι αντιλήψεις δεν είναι και πολύ μεγάλη.

Θα τελειώσω με μια προσωπική γνώμη για κάτι που γράφτηκε από την διαχειρίστρια προηγουμένως. Δεν χρειάζεται να νιώθει πως απολογείται για το κείμενο που ανάρτησε. Να απολογηθούν θα έπρεπε οι συγγραφείς του αλήστου μνήμης «Ιού» της εξίσου αλήστου μνήμης «Ελευθεροτυπίας» που με τόσο πρόστυχο, ανήθικο και άτιμο τρόπο εξύβρισαν —αυτοί οι άκαπνοι των αγώνων— τον αείμνηστο Βασίλη, έναν αγωνιστή κατά της φασιστικής δικτατορίας που πέρασε από το κολαστήριο της Οδού Μπουμπουλίνας φτάνοντας να υπαινιχθούν ότι ήταν οπαδός της ΕΝΕΚ (τίποτα καλύτερο, βέβαια, δεν πρέπει να περιμένει κανείς από τους ιδεολογικούς επιγόνους του εξαμβλώματος που άκουγε καποτε στο όνομα «Β΄ Πανελλαδική»).

Αλλού είναι το πρόβλημα με τον φασισμό: Πώς το κομμουνιστικό κίνημα δεν θα επαναλάβει τα λάθη της περιόδου 1935–1945, όταν νικήθηκε μεν ο φασισμός, αλλά επέζησε η μήτρα του (η «γόνιμη κοιλιά» που ’λεγε ο Μπρεχτ) ο καπιταλισμός…

Ά.

Ανώνυμος είπε...

@Ά.

Έχω διφορούμενη γνώμη για τον μακαρίτη.

Από ότι καταλαβαίνω ήταν γενναίος άνθρωπος, αγωνιστής που πέρασε από το κολαστήριο της Οδού Μπουμπουλίνας με καυστική άποψη, ολίγον πικρόχολη. Στα βιβλία του Β.Ρ., που άρχισα να διαβάζω όταν είχε ήδη "φύγει", ξεκίνησαν τα πρώτα σπέρματα της μικρής πολιτικής μου σκέψης. Σε απλά καθημερινά, δημοσιογραφικά ήταν εξπέρ, κορυφαίος και ως συγγραφέας ξέρει να κερδίζει τον σεβασμό για τις πολυποίκιλες γνώσεις του. Αρκούν όμως οι γνώσεις για την εμβάθυνση;

Από μαρξιστική σκέψη, ήταν το λιγότερο άσχετος, στα βασικά της Μ-Λ θεωρίας.
Δεν μπορούσε να συσχετίσει το "μικρό" με το "μεγάλο". Πέρα από ψιλοαναρχίζουσες απόψεις, αναμασούσε τις απόψεις Κονδύλη:
" Στην Ελλάδα δεν έχουμε καπιταλισμό αλλά κάτι άλλο", "Ας φτιάξουμε καπιταλισμό και μετά βλέπουμε για σοσιαλισμό".

17-57

Ανώνυμος είπε...

@ 17-57

«Διφορούμενη» γνώμη για τον «Ραφά» δεν έχεις· «διφορούμενος» σημαίνει «αόριστος, ασαφής» κι η γνώμη σου ούτε αόριστη ούτε ασαφής είναι. Μάλλον «αμφιταλαντευόμενη» ή «διχασμένη» ή «επαμφοτερίζουσα» θα ’θελες να πεις. Ή μήπως εννοείς κάτι άλλο;

Άγρυπνος

Ανώνυμος είπε...

@Άγρυπνος

Ούτε κρύο, ούτε ζέστη θα ήταν μία περισσότερο σωστή έκφραση για τον Β.Ρ. από ιδεολογικής πλευράς.

Συν ένας μικρός προβληματισμός για μία παραδοχή που δημοσιεύτηκε από τον ίδιο στο Εθνος το 1991 και την βρήκα στο internet και νομίζω πως την γράφει και σε ένα ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο του.

17-57