Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Τρεχάτος στη Λεπίδα: Ο κόσμος των Blade Runner(s)

[το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό Κατιούσα, www.katiousa.gr, στις 11/10/2017]


*Στο παρόν κείμενο θα αποφύγουμε «όπως ο διάολος το λιβάνι» τις κομβικές αποκαλύψεις (spoilers) για την ταινία Blade Runner 2049 (2017). Αντίθετα, στα αναφερόμενα για την αρχική ταινία Blade Runner (1982) θα προχωρήσουμε σε «spoiler territory», καθώς θεωρείται ότι «έχει διδαχθεί», όπως λέγαμε και στα σχολεία κάποτε.

Τι είναι και τι θέλει το Blade Runner (1982);

Όταν το 2007 ο Στάθης, φίλος και πληκτράς στις μπάντες που είχαμε τη δεκαετία του ’00 με φώναξε για να δούμε το Blade Runner είχα μεγάλες προσδοκίες. Είχα ακούσει ότι, σχηματικά, είναι η 2η καλύτερη ταινία επιστημονικής φαντασίας μετά το 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (1968). Και ταυτόχρονα, μια ταινία ομοίως απαιτητική. Ίσως λίγο παραπάνω απ’ όσο περίμενα.
Οφείλω να ομολογήσω το ότι η πρώτη θέαση του «Ομάδες Εξόντωσης» (με αυτό τον απάλευτο τίτλο κυκλοφόρησε αρχικά στην Ελλάδα) μου άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις. Εντυπωσιάστηκα πλήρως από τα εφέ, τους φωτισμούς/φωτογραφία, τη μουσική, την αισθητική που αποπνέει η ταινία με λίγα λόγια. Όμως ούτε οι ερμηνείες, ούτε το σενάριο με εντυπωσίασαν. Αν το καλοσκεφτεί κανείς:

«Το Blade Runner δεν έχει ουσιαστικά καμία απότομη στροφή ή ανατροπή στην πλοκή του. Βρισκόμαστε στο όχι πολύ μακρινό αλλά όχι και πολύ κοντινό μέλλον (2019) και η ανθρωπότητα εκτός από τον σε σήψη ευρισκόμενο εαυτό της έχει να αντιμετωπίσει και κατασκευασμένα ομοιώματα/ανδροειδή, τις ρέπλικες. Ένας ανόρεχτος αστυνομικός/κυνηγός κεφαλών ψάχνει μια ομάδα androids για να τους σφάξει. Τους βρίσκει έναν-έναν και τους καθαρίζει, τρώγοντας στην πορεία μια καψούρα με ένα… γυναικόιντ1. Κάποια στιγμή φτάνει στον «αρχηγό» που μετά από ανηλεή μάχη στην οποία ηττάται βλέπει να του χαρίζεται η ζωή. Ο αρχι-ρέπλικας βγάζει έναν εντυπωσιακό λόγο, επιτομή του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;» και πεθαίνει ενώ το ζεύγος μπάτσου και ρεπλίκαινας φεύγει στην εξοχή ή τελοσπάντων φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση, ανάλογα ποια εκδοχή της ταινίας θα παρακολουθήσουμε2. Πάλι ανάλογα με την έκδοση θα παρακολουθήσουμε στην ταινία υπάρχουν διάσπαρτα hints για το αν ο πρωταγωνιστής είναι κι αυτός ρέπλικα (προσωπική μου άποψη: Φυσικά και δεν είναι!3 Γίνετε άνθρωποι! (αυτός δε χρειάζεται να γίνει, είναι)). Όσον αφορά τις ερμηνείες λοιπόν, αυτοί που ξεχωρίζουν είναι ο «σπαστικός» Edward James Olmos με τα origami του και ο «κακός» macho Γερμαν-ΑΡΑΣ4 Rutger Hauer».

Το παραπάνω κείμενο θα ήταν η άποψη μου αν την έγραφα σε μια υποθετική Κατιούσα του 2007. Σήμερα όμως, με την πάροδο του χρόνου και την ωρίμανσή της μέσα μου, και στο «μέσα» εκατομμυρίων κριτικών και απλών θεατών, μπορώ εκ των υστέρων να πω ότι το Blade Runner είναι μια απ’ τις καλύτερες ταινίες που έχω δει, και ένα must–see για οποιονδήποτε άνθρωπο στον πλανήτη. Ναι, έχει τα στραβά του, δεν είναι το αριστούργημα του 20ου αιώνα, είναι όμως ένα flawed masterpiece όπως λένε και στο Καρπενήσι. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι ένα νουάρ αστυνομικό δράμα παλαιάς, ναι παλαιάς, με την καλύτερη των εννοιών, κοπής στη δομή και την ταχύτητά του. Είναι ένα καταπληκτικό «Mανιφέστο Aπαλεψιάς». Της απαλεψιάς των ανθρώπων σε ένα υγρό, σκοτεινό και μίζερο μέλλον και της απαλεψιάς των «ρομπότ» που δεν μπορούν να ορίσουν τη μοίρα τους. Το Βlade Runner το 1982 διείδε το μέλλον, την αλλοτρίωση μέσα σε πυκνοκατοικημένες βρώμικες πόλεις, και την αθέατη, ακόμα μεγαλύτερη ταξικότητα, στο ότι οι φευγάτοι απ’ τον πλανήτη είναι πιο τυχεροί από όσους έμειναν στον σκουπιδότοπο του 2019. Αλήθεια τι θυμίζουν σήμερα πόλεις όπως το Hong–Kong και η Σαγκάη, αν όχι το κινηματογραφικό «Los Angeles, 2019»;
Και για η μουσική, τι να πούμε. Μπορεί σε κάποιους να μοιάζει σήμερα υπερβολική 80’s καλτιά, τότε όμως ήταν το όραμα του Vangeli για το μέλλον. Τα κομμάτια, είτε τα πιο συμφωνικά και μεγαλοπρεπή, είτε τα πιο ήπια τζαζ, είτε τα πιο περίεργα οριεντάλ είναι απ’ τα πιο επιδραστικά στον τομέα της κινηματογραφικής μουσικής.
Πέρα λοιπόν απ’ τα μπλιμπλίκια, τα neon φωτάκια, τις νύχτες και τις βροχές, αυτό που κάνει το BR είναι να βάζει τα «προαιώνια» και «τετριμμένα» ερωτήματα τύπου «τι είναι η ζωή, τι είναι ο άνθρωπος». Απαντήσεις δεν έχει πολλές, αλλά δεν χρειάζεται να τις έχει. Είναι ταινία.

Έρωτας στα χρόνια της δυστοπίας

Χόλυγουντ και μερίδες του Κεφαλαίου αντιμάχονται στα παρασκήνια

Μέρος του μύθου σχετικά με το Blade Runner είναι και οι συνθήκες γυρισμάτων και γενικά παραγωγής του. Το σενάριο του Hampton Fancher, ελαφρώς βασισμένο στο διήγημα του Phillip K. Dick «Do Androids Dream of Electric Sheep?» αφού έκανε αρκετές γύρες σε γραφεία παραγωγών του Λος Άντζελες βρήκε την Ιθάκη του στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Μετά από πολλές αλλαγές στο καστ και την προσθήκη δεύτερου σεναριογράφου η παραγωγή ξεκίνησε. Στη διάρκειά της σημειώθηκαν τεράστιες υπερβάσεις σε χρόνο (ο Ρίντλει Σκοτ έφτανε μέχρι και… 15 λήψεις ανά σκηνή, με τους παραγωγούς να τραβάνε τα βυζ…μαλλιά τους), σε υλικά (φροντιστής της ταινίας ανέφερε ότι του είπαν να πάει να αγοράσει… 200 μολυβοθήκες για να επιλέξει ο σκηνοθέτης την κατάλληλη για μια δευτερεύουσας σημασίας σκηνή) και τελικά σε χρήματα, με την ταινία να υπερβαίνει τα 28 εκ. δολάρια (ο αρχικός προϋπολογισμός δεν ξεπερνούσε τα 13-15 εκ), ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη. Ψυχρές έως κακές ήταν και οι σχέσεις μεταξύ των συντελεστών και δεν αναφερόμαστε μόνο στους ηθοποιούς, τον σκηνοθέτη και τους παραγωγούς. Μια συνέντευξη του Ρίντλει Σκοτ σε βρετανικό μέσο, στην οποία δήλωνε ότι προτιμά βρετανικά συνεργεία στις δουλειές του και όχι αμερικάνικα, λόγω αυξημένου επαγγελματισμού των πρώτων έγινε αφορμή για «λευκή απεργία», με τους τεχνικούς να φοράνε μπλουζάκια με ειρωνικό για τον σκηνοθέτη περιεχόμενο. Την επόμενη μέρα οι πιστοί Σκοτόφρονες του συνεργείου ανταπάντησαν με άλλο t–shirt μέχρι που τα πράγματα εκτονώθηκαν.

Μετά τις εσωτερικές προβολές, τα στελέχη της Warner Bros και οι συμπαραγωγοί απαίτησαν εκτός απ’ το δραστικό μαχαίρι σε διάρκεια, έτσι ώστε να πέσει κάτω από 2 ώρες, την προσθήκη επεξηγηματικής αφήγησης (voice–over) από τον Χάρισον Φορντ καθότι θεώρησαν ότι το κοινό ναι μεν θα την θαύμαζε οπτικά σαν χάνος, αλλά δε θα έβγαζε άκρη νοηματικά. Πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης ουδέποτε συμφώνησαν αλλά βάσει συμβολαίου υποχρεώθηκαν να ηχογραφήσουν τα σχετικά αποσπάσματα. Ο Φορντ δήλωσε μετά από χρόνια ότι προσπάθησε όσο γινόταν να φανεί άθλιος στην εκφώνησή των ούτως ή άλλως άθλιων συμπληρωματικών ατακών αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι σκηνές όπως πχ. ο μονόλογος/θάνατος του replicant Roy Batty να επισκιαστούν από γελοίες αφηγήσεις του τύπου5:

«Δεν ξέρω γιατί μου έσωσε τη ζωή (σ.σ. θα σού ‘λεγα τώρα αλλά έχε χάρη). Ίσως γιατί στις τελευταίες του στιγμές αγάπησε τη ζωή περισσότερό από ποτέ (σ.σ. σώωωωπα). Όχι μόνο τη δική του. Κάθε ζωή. Τη δική μου ζωή (ναι, Unicef σκέτη ο τύπος). Το μόνο που ήθελε ήταν οι ίδιες απαντήσεις που θέλουμε όλοι μας. Από πού έρχομαι; (σ.σ. από την Πόλη;) Που πάω; (σ.σ. στο διάολο) Πόσο χρόνο έχω ακόμα; (5 λεπτά max) Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κάθομαι να τον βλέπω να πεθαίνει (σ.σ. το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να το βουλώσεις και να αρνηθείς τα βόις όβερ αλλά ας όψονται τα συμβόλαια , οι ρήτρες και οι δικηγόροι».

Οι παραπάνω παρεμβάσεις δεν υπήρξαν αρκετές. Στις δοκιμαστικές προβολές, σε κοινό πλέον, οι θεατές παραπονέθηκαν γιατί το τέλος ήταν πολύ σκοτεινό (σ.σ. σιγά το σκοτεινό, happy ending ήταν και πάλι, έστω και λιγότερο φωναχτό). Οι χρηματοδότες απαίτησαν ένα τέλος τύπου «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Και αυτό τους παρασχέθηκε, με το ζεύγος μπάτσου και ρεπλικογκόμενας να δραπετεύει ανέμελα στα λιβάδια υπό το φως της μέρας και με την τσοντοjazz μουσική του Vangeli να τους συνοδεύει.

Τούτων λεχθέντων, με βόις όβερ και χάπι εντ και τα πάντα όλα, η ταινία «μπήκε μέσα», κατά το κοινώς λεγόμενο, κάνοντας ανθυπομέτρια εισπρακτικά πορεία στις αίθουσες.

Επιστροφή στο μέλλον

Μπορεί να μην είδε χαΐρι στην πρώτη του προβολή αλλά, το φαινόμενο Blade Runner άρχισε να παίρνει τα πάνω του στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με τη γενίκευση των οικιακών συσκευών βίντεο. Αυτό με τη σειρά του ανατροφοδότησε την όρεξη των εταιρειών που είχαν τα δικαιώματα της ταινίας για κέρδη. Το 1992 κυκλοφόρησε μια νέα έκδοση σε κινηματογράφους και βίντεο, το «Director’s Cut» που όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν και τόσο Director’s αφού, ο σκηνοθέτης ανακάλεσε την έγκρισή του λίγο πριν την επανέκδοση. Με τα πολλά το 2007 αφού οι συντελεστές, κοστουμάτοι και μη, κάθισαν σε ένα τραπέζι και τα βρήκαν, ο σκηνοθέτης πήρε αυτό που ήθελε, «την ταινία του πίσω», και συνέπηξε το «Final Cut», την ταινία που έχουμε υπόψη μας σήμερα ως Blade Runner (1982) και αποτυπώνει το πραγματικό όραμα του.

Ο Τρεχάτος στη Λεπίδα στην Ποπ Κουλτούρα

Η επιδραστικότητα της ταινίας φάνηκε σε πολλούς τομείς. Υπήρξε έμπνευση (ή και αντικείμενο άμεσης κλεψιάς) για άλλες ταινίες, για άλλες «μουσικές», για διάφορα artwork, διαφημίσεις κλπ. Και φυσικά αποτέλεσε έναν ιδανικό στόχο σάτιρας.

Blade Runner 2049. 30+5 χρόνια μετά.

Λίγα σήκουελ στην ιστορία του κινηματογράφου έχουν αντιμετωπιστεί με τόση ανυπομονησία. Ανυπομονησία συνοδευόμενη όμως από μεγάλες προσδοκίες και όπως είδαμε οι μεγάλες προσδοκίες πολλές φορές υπονομεύουν την αυτοτελή εκτίμησή μας για ένα φιλμ. Λίγα «Νο.2» έφτασαν (Νονός) και ελαχιστότατα (Terminator) ξεπέρασαν το πρωτότυπο. Εγώ προσωπικά, «στεναχωρέθηκα που δεν συγκλονίστηκα», αλλά αυτό δεν πρέπει να σας ανησυχεί. Αυτή είναι η κατάρα των σήκουελ, να έχουν να αντιμετωπίσουν τον ογκόλιθο της πρώτης ταινίας.
Δεν θα αποκαλύψουμε πολλά, γιατί το «2049» είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε και μάλιστα στο σινεμά, για να απολαύσετε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.
«Βρισκόμαστε στο 2049 και ο κόσμος έχει πάρει την κάτω βόλτα. Όχι ότι πριν ήτανε στα χάι του, αλλά τώρα είναι ακόμα χειρότερα. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ 2019-2049 ο ντουνιάς έχει γεμίσει ραδιενέργεια και ο καιρός δεν παλεύεται ακόμα περισσότερο. Μετά και απ’ το blackout του 2022 όλα τα ηλεκτρονικά αρχεία, ανθρώπων και ρεπλικών ανάκατα, χάθηκαν. Στον ορυμαγδό που ακολούθησε το μονοπώλιο της Tyrell Corporation αγοράστηκε από τον Niander Wallace ο οποίος είναι ακόμα μεγαλύτερο τομάρι. Μέσα σ’ όλη αυτή τη δίνη ο Officer K (Ryan Gosling) καλείται να κάνει ότι και ο Rick Deckard (Harisson Ford). Να βρει ρέπλικες και να τις τηγανίσει σε καυτό λάδι. Όμως καθώς κάνει την έρευνά του θα διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεεεεεεεν είναι όπως φαίνονται…»
Ο πολύ σοβαρός σκηνοθέτης Denis Villenueve (Enemy, Prisoners, Sicario, Arrival) κρατάει γερά δεμένη την ιστορία στην παλιά ταινία, επεκτείνοντας παράλληλα το σύμπαν του Blade Runner. Ασχολείται με αναπάντητα ερωτήματα της πρώτης και βάζει και νέα. Ταυτόχρονα αποπειράται κοινωνικούς σχολιασμούς, από την εργασιακή εκμετάλλευση έως τη θέση της γυναίκας (πρόλαβε μάλιστα να κατηγορηθεί και για… σεξισμό6).
Όπως είναι γνωστό η πρώτη ταινία ξεκινάει ψιλοσυμβατικά όντας από θέση αρχής με τους ανθρώπους, όμως στην πορεία δίνει αρκετά points και στον «αντίπαλο». Το «2049» προχωρά ένα βήμα παραπέρα, θολώνοντας ακόμα περισσότερο τα νερά σχετικά με το «ποιος-ποιον» και εν τέλει «με ποιον είμαστε;»
Παρά τη μεγάλη διάρκειά της (163’) και τον σχετικά αργό με τα σημερινά δεδομένα ρυθμό, είναι πιο στρωτή και βατή αφηγηματικά απ’ την πρώτη. Όπως είπε και ένας φίλος «Καταρχάς δεν είναι “αρπαχτή”. Οι άνθρωποι έριξαν δουλειά». Η φωτογραφία του 13 φορές υποψήφιου για Όσκαρ, Roger Deacons (Τελευταία Έξοδος, Fargo, Skyfall) είναι καταπληκτική, λιγότερο σε μπλε/πράσινους νυχτερινούς τόνους και περισσότερο σε γκρι/πορτοκαλί με το φως (λέμε τώρα) της μέρας. Τα εφέ είναι εντυπωσιακά, αλλά σε μεγάλο βαθμό «φυσικά», γυρισμένα με τον παλιό τρόπο, χωρίς περιττές υπερβολές στη χρήση CGI. Μια μικρή ένσταση ίσως υπάρχει για τη μουσική, όχι ότι δεν είναι καλή, αλλά δεν «ανακαλύπτει και την Αμερική» όπως θα λέγαμε. Αιτία αυτού το ότι τελειώματα της επεξεργασίας του φιλμ οι παραγωγοί απέλυσαν τον κάπως πιο «ζεστό» προηγούμενο συνθέτη Johann Johansson (Arrival) και προσέλαβαν τον «τσεκουράτο» Hans Zimmer7 με καθαρή εντολή «Κάνε μουσική τύπου Vangeli». Αυτό του ‘πανε, αυτό έκανε ο άνθρωπος.
Φυσικά το 2049 δεν πρόκειται να αφήσει εποχή στον παγκόσμιο κινηματογράφο, ενδεχομένως ούτε καν στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό και αναπόφευκτο. Για να αφήσει κάτι εποχή χρειάζεται να είναι σχετικά ή απόλυτα πρωτότυπο και να έχει να αντιμετωπίσει ένα ομοίως «παρθένο» κοινό. Οι συνθήκες αυτές, ειδικά η δεύτερη, πληρούνταν το μακρινό 1982. Πέρα από τις περιπτώσεις των Star Wars ή του Alien, που ήταν περισσότερο επικά action films απ’ το Blade Runner ή τις περιπτώσεις του Σπίλμπεργκ με τις «Στενές Επαφές» και το ΕΤ (που όμως είναι πιο ευφορικές και καθόλου δυστοπικές) το κοινό του ’82 μόλις που είχε επαφή με όλο αυτό που αποκαλούμε «επιστημονική φαντασία». Πολλοί από αυτούς τους σχετικά λίγους ενδεχομένως να πήγαιναν πρώτη φορά στη ζωή τους σε κινηματογράφο. Και φυσικά δεν είχε γανώσει το κεφάλι τους ένα κάρο εφέ όπως συνέβη με τις κατοπινές γενιές. Όμως το 2017, με την 24ωρη προσβασιμότητα σε οπτικοακουστικό υλικό που περιλαμβάνει τις ίδιες τις ταινίες, τα βίντεο με τις… «εξηγήσεις» των ταινιών, τις δεκάδες συνεντεύξεις των συντελεστών κλπ. η δυνατότητα πρωτοτυπίας και εντυπωσιασμού πάει περίπατο. Στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν όλοι μας είδαμε σημεία και τέρατα (μεταφορικά και κυριολεκτικά) στη μεγάλη οθόνη.
Ακόμα κι αν δεν εκτιμήθηκε στην εποχή του, ακόμα κι αν στοιχεία του αντιγράφηκαν μανιωδώς, είτε φτηνιάρικα είτε ουσιωδώς αναβαθμισμένα σε επόμενες ταινίες, το αρχικό Blade Runner άφησε εποχή. Το 2049 απ’ την άλλη μεριά, είναι ίσως η καλύτερη ταινία του 2017, και αυτό δεν είναι λίγο. Αν, όπως λένε, σημασία στη ζωή έχει «να πιάνεις το potential σου», δηλαδή να φτάνεις στο υψηλότερο σημείο με βάση τις δυνατότητές σου, το ίδιο συμβαίνει και στις ταινίες, όπως και σε τούτη δω:

Παραπομπές-επεξηγήσεις

1. Να σημειωθεί ότι την ίδια καψούρα με τη Sean Young (στην έκδοση με μαλλί-σφουγγαρίστρα) έπαθα κι εγώ
2. Όλη η επίπονη διαδικασία της παραγωγής και των μεθεορτίων της ταινίας υπάρχει στο 3ωρο και πλέον ντοκιμαντέρ Dangerous Days: Making Blade Runner, το οποίο αποτέλεσε βασική πηγή γι’ αυτό εδώ το άρθρο και το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα να δείτε.
3. Σε συνέντευξη του το 2000, o Ridley Scott δήλωσε ότι ο αστυνομικός Rick Deckard (Χάρισον Φορντ) είναι ρέπλικα. Ο σκηνοθέτης του «2049» έχει δηλώσει ότι αμφιβάλει. Τρέχα-γύρευε.
4. Ατυχές λογοπαίγνιο με πολιτική οργάνωση. Επίσης ο R. Hauer είναι Ολλανδός.
5. Ο σκηνοθέτης του The Shawshank Redemption (Η Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ) Frank Darabont λέει τον πόνο του (και τον δικό μας). Εδώ βλέπουμε πως καταστρέφεται ένας λυρικός μονόλογος σε μια ταινία, με χιουμοριστικό τρόπο
6. Φεμινίστρια vlogger συνόψισε μάλιστα ότι «κάθε γυναίκα που εμφανίζεται στην ταινία είναι είτε κακιά, είτε γυμνή, είτε πουτάνα».
7. Μαζί του συνεργάστηκε και ο Benjamin Wallfisch (Hidden Figures, It)

Δεν υπάρχουν σχόλια: