Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ο καλός, ο κακός, ο ενδιάμεσος και ο εξαρτημένος




Ο πρώτος είναι ο Τιμ Ντάνκαν.
Ο δεύτερος χαρακτηρίστηκε ο καλύτερος παίκτης μετά τον Τζόρνταν και διάδοχός του.
Ο τρίτος ήταν ένας πάρα-πάρα (πάρα όμως) πολύ καλός παίκτης. 
Ο τέταρτος δεν έπαιξε ποτέ μπάσκετ σε επαγγελματικό επίπεδο.

Στις 25 Οκτώβρη η γιορτή του παγκόσμιου μπάσκετ, και συνάμα μια απ’ τις μεγαλύτερες… κολεκτιβοποιημένες (ναι, καλά διαβάσατε) επιχειρήσεις στον πλανήτη, το ΝΒΑ, ξεκινά. Όμως τα πράγματα φέτος δεν θα είναι πια τα ίδια. Το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν αυτό των μεγάλων αποχωρήσεων. Μετά από 20 ή σχεδόν 20 χρόνια καριέρας αποχώρησαν ο Τιμ Ντάνκαν, ο Κόμπι Μπράιαντ, και ο Κέβιν Γκαρνέτ, τρεις δεινόσαυροι του αθλήματος, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άφησαν εποχή.
Όμως ας εστιάσουμε στον πρώτο.
Οι Σαν Αντόνιο Σπερς από το Τέξας είναι η μόνη ομάδα στη σύγχρονη ιστορία του ΝΒΑ που βρίσκεται επί 20 χρόνια στην ελίτ της λίγκας, κάτι που είναι ιδιαίτερα δύσκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι η απόκτηση των παικτών δεν προκύπτει απ’ την ελεύθερη αγορά (τρίζουν τα κόκκαλα του Άνταμ Σμιθ), αλλά με τη μέθοδο του «ντραφτ» , δηλαδή της επιλογής παικτών (από κολλέγια ή το εξωτερικό) με σειρά αντίστροφη της σειράς κατάταξης στο πρωτάθλημα. Έτσι οι ομάδες που τερματίζουν χαμηλά, έχουν τις πρώτες θέσεις του ντραφτ. Καθώς όμως αποκτούν καλούς παίκτες και τις επόμενες χρονιές βελτιώνονται στη βαθμολογία, η σειρά τους στο ντραφτ πέφτει με συνέπεια να αποκτούν από ένα σημείο κι έπειτα παίκτες χαμηλότερης αξίας (πείτε μου ότι αυτό δε θυμίζει, με λίγη φαντασία, κομμουνιστική διανομή «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»). Έτσι, οι περισσότερες ομάδες ακολουθούν μια πορεία παλίρροιας και άμπωτης. Με λίγα λόγια, είναι δύσκολο, αλλά εφικτό, να φτάσεις στην κορυφή, αλλά ακόμα πιο δύσκολο είναι να παραμείνεις σε αυτή. Εκτός αν είσαι οι Σαν Αντόνιο Σπερς.
Στις 25 Ιουνίου 1997 λοιπόν, η μέχρι τότε άτιτλη και μέσου βεληνεκούς ομάδα απ’ το Τέξας, έχοντας κάνει μια άσχημη σαιζόν τη χρονιά που πέρασε, επιλέγει στο νούμερο 1 του ντραφτ τον  ύψους 2.11 πάουερ φόργουορντ από το κολλέγιο Γουέικ, Φόρεστ, Τιμ Ντάνκαν, με καταγωγή απ’ τις Παρθένες Νήσους. Ο Τιμ Ντάνκαν τότε ήταν πολύ καλός παίκτης αλλά χωρίς να ξεχωρίζει απίστευτα σε έναν  τομέα. Αλτικός ναι, αλλά όχι σαν τον μετέπειτα Λεμπρόν Τζέιμς. Δυνατός, αλλά όχι σαν τον οδοστρωτήρα της εποχής Σακίλ Ο' Νιλ. Παικτικά έξυπνος αλλά όχι και σαν Τζον Στόκτον. Ήταν η αρχή μια δυναστείας που θα κρατούσε μέχρι σήμερα. Τα πρώτα χρόνια μαζί με τον τότε σούπερ σταρ της ομάδας, το «Ναύαρχο», λόγω της θητείας του στο Ναυτικό, Ντέηβιντ Ρόμπινσον, τα επόμενα με τους διεθνείς Τόνυ Πάρκερ και Μάνου Τζινόμπιλι και τα τελευταία με την πιο πρόσφατη φουρνιά παικτών, κατακτώντας συνολικά 5 τίτλους. Διπλά στο γήινο αλλά άκρως αποτελεσματικό «τεσσάρι» και στο υδάτινο λόγω Ναυτικού «πεντάρι» λοιπόν, υπήρχε είχε και αυτός που έμελε να εξελιχθεί σε πνευματικός του πατέρας, ο «αέρινος», λόγω φοίτησης στην Πολεμική Αεροπορία, με ειδίκευση στις… σοβιετικές σπουδές, γιος σέρβου πατέρα και κροάτισσας μητέρας, Γκρεγκ Πόποβιτς. Ο φαινομενικά στριφνός και «ακοινώνητος», αλλά στην πραγματικότητα πιο εγκάρδιος μπασκετάνρωπος της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Μαζί έφτιαξαν τον πιο σταθερό και μακράς διαρκείας νικηφόρο οργανισμό στη σύγχρονη ιστορία του ΝΒΑ. Με ένα καταπληκτικό τμήμα σκάουτινγκ που μπορεί να βρίσκει αργεντίνους σε μικρές ομάδες της Ιταλίας, να τους επιλέγει στο νούμερο 57 και να τους μετατρέπει σε σταρ, με τον μεγαλύτερο αριθμό μη Αμερικανών παικτών από κάθε άλλη ομάδα διαχρονικά, με σκληρή δουλειά στις προπονήσεις, με ακάματο (για να μπούμε και στις φανταιζί ορολογίες) «work ethic», με ανελέητο passing game, με τη σταδιακή μορφοποίηση του λεγόμενου unselfish game, ή πιο απλά του «The Beautiful Game».
Από το ’99 και μέχρι το ’14 οι Σπερς κέρδισαν 5 πρωταθλήματα, ενώ σε καμία χρονιά δεν έχασαν το εισιτήριο για τα πλέι-οφ. Η κορύφωση και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα του Τιμ Ντάνκαν ήρθε τη σαιζόν 2013/14 όταν οι Σπερς απέδωσαν με απίστευτη πιστότητα το Beautiful Game και νίκησαν το μεγαθήριο των Μαϊάμι Χητ, των Λεμπρόν Τζέιμς και Ντουέιν Γουέηντ. Σημείωση, την αμέσως προηγουμένη χρονιά, είχαν χάσει το πρωτάθλημα με αυτόν ακριβώς τον ψυχοφθόρο τρόπο. 
Ο Τιμ Ντάνκαν λοιπόν, έφυγε. Ήταν ο «καλός», αλλά οι ήδη οι Σπερς έχουν έτοιμο το διάδοχό του. Μιλάει ακόμα λιγότερο, πανηγυρίζει ακόμα πιο ήπια, γελάει ακόμα πιο παγωμένα, και δίνει συνεντεύξεις ακόμα πιο σπάνια. Λέγεται Καβάι Λέοναρντ. Αλλά και αυτός να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες, οι Σπερς, ακόμα και όταν ο προπονητής Πόποβιτς αποσυρθεί, θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως καλολαδωμένη μηχανή, με κεντρικό σχεδιασμό και οικονομίες κλίμακος, με σκοπό (για να παραφράσουμε τον Ι.Β.Στάλιν), την «ολοένα αυξανόμενη ικανοποίηση των ομαδικών αναγκών πάνω στην βάση της πιο υψηλής τεχνικής». Και αυτό είναι αντικειμενικός νόμος. 
Αν ο Ντάνκαν όμως ήταν ο καλός, ποιος ήταν ο κακός; Ο «κακός», παρ’ ότι ήταν τεράστιος παίκτης, ήταν ο Κόμπι Μπράιαντ. Κάποια στιγμή κατηγορήθηκε για βιασμό, υπόθεση που διευθετήθηκε εξωδικαστικά. Με τον καιρό κατάφερε να λειάνει την εικόνα του και να αποκτήσει στάτους απρόσβλητου. Όμως, την ώρα που ο Τιμ δεχόταν απανωτές μειώσεις μισθού ώστε να χωρέσουν και άλλοι παίκτες (στο… «αριστερίστικα» εξισωτικό ΝΒΑ απαγορεύεται η υπέρβαση ενός ορισμένου συνολικού μισθολογίου-salary cap λέγεται, άσχετα αν ο ιδιοκτήτης είναι ο… Αρτέμης Σώρρας με τα 600 δις) και η ομάδα να πρωταγωνιστεί, ο «φραγκοφονιάς» Κόμπι στα γεράματά του  υπέγραφε παχυλά συμβόλαια, καταδικάζοντας τη θρυλική ομάδα των Λέικερς σε ρόλο κομπάρσου. Την ώρα που ο Κόμπι αλυσόδενε τη μπάλα στο χέρι του σουτάροντας πχ. 0 στα 14 σουτ, ο Τιμ πάσαρε αγόγγυστα τη μπάλα στον επόμενο διαθέσιμο ελεύθερο παίκτη. Την ώρα που ο Κόμπι έκανε συλλογή από τιμητικές πλακέτες, σιγές ενός λεπτού και standing ovations, o Τιμ εμφανιζόταν, έπαιζε τα (κάπως περιορισμένα) του λεπτά, χαιρετούσε με χειραψία σους αντίπαλους παίκτες και έμπαινε στο αεροπλάνο για τον επόμενο αγώνα. Ο ένας ήταν ότι πιο εμπορικό, παικτικά φοβερό αλλά υπερφίαλο μπορούσε να υπάρξει στην μετά-Τζόρνταν (και την προ-Λεμπρόν) εποχή. Ήταν ο «κακός». Ο Ντάνκαν, αυτός που δεν έκανε το βήμα για το ΝΒΑ παρά στα 21 του χρονιά, και αφού πήρε πρώτα το πτυχίο του στην Ψυχολογία, όπως είχε υποσχεθεί στη μητέρα του,  ήταν ο «καλός».
Ο «ενδιάμεσος» ήταν ο Κέβιν Γκαρνέτ. Παρά την αδιαμφισβήτητη παικτική του αξία δεν πήρε παρά έναν τίτλο και δεν έφτασε σε ποτέ σε τρομακτικά επίπεδα είτε «καλού» είτε «κακού» παιδιού, είτε προτύπου αθλητή, είτε σουπερστάρ, αν και έφτασε μια εποχή να είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος. 
Και ο «εξαρτημένος»; Ο εξαρτημένος είναι αυτός απ’ τον οποίο ίσως να ξεκίνησαν όλα. Στο draft του 1986 οι Μπόστον Σέλτικς επέλεξαν στο Νο.2 τον Λέοναρντ Μπάιας που θεωρούνταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα ταλέντα της εποχής. Μόνο που αυτός πέθανε από υπερβολική δόση κοκαΐνης λίγες ώρες μετά την επιλογή του στο ντραφτ. Λένε, ότι αν ο Μπάιας δεν είχε πεθάνει, οι Σέλτικς θα μεσουρανούσαν την επόμενη δεκαετία. Και αν μεσουρανούσαν, δε θα χρειάζονταν τον Κέβιν Γκαρνέτ για να πάρουν πρωτάθλημα. Και εάν δεν τον χρειαζόταν, αυτός θα παρέμενε στους Τίμπεργουλβς για να παίζει χιονοπόλεμο στην 2η πιο βόρεια πολιτεία των ΗΠΑ μετά την Αλάσκα, τη Μινεσότα. Και αν αυτό το φαινόμενο της πεταλούδας το επεκτείναμε εντελώς αυθαίρετα και μεταφυσικά, (σε επίπεδα γραφικότητας είναι η αλήθεια) σε όλο το NBA, τότε κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η κατάταξη των Σπερς το ‘97 και των Χόρνετς (που έδωσαν την επιλογή τους στους Λέικερς) το ’96  θα ήταν τέτοια που θα τους επέτρεπε να επιλέξουν τους Ντάνκαν και Μπράιαντ αντίστοιχα και να τους οδηγήσουν στην κορυφή.
Όμως, όσο κι αν μας γαργαλάει η εξιδανίκευση, όσο κι αν το αφήγημα του συνεσταλμένου υπερπαίκτη που δουλεύει σκληρά χωρίς να επιζητά τη δημοσιότητα, και μαζί αυτό του επιφανειακά άγριου αλλά στην πραγματικότητα στοργικού προπονητή-μέντορα-πατέρα φαντάζει γοητευτικό, δεν παύει να είναι άλλη μια πτυχή του κόσμου τούτου, του πλανήτη ΝΒΑ. Όταν ο Πόποβιτς προπονητής στην πιο δεξιά, συντηρητική, ξενοφοβική πολιτεία των ΗΠΑ κάνει λόγο για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, τον ρατσισμό στις ΗΠΑ, είναι μεν θετικό, αλλά είναι «εντός πλαισίου». Το concept «σεμνή περσόνα», με ελάχιστες αλλά στοχευμένες δημόσιες δηλώσεις δεν είναι  κάτι διαφορετικό απ’ το σταρ σύστεμ, είναι άλλη μία εκδοχή του σταρ σύστεμ. Λιγότερο «αμερικανιά», ναι, λιγότερο «τσίρκο», ναι, περισσότερο συμπαθές, επίσης ναι, αλλά εντός του πλαισίου του επαγγελματικού πρωταθλητισμού στο ανώτατο επίπεδο, με όλα τα ίσια και τα στραβά που αυτό κουβαλάει. Σχηματικά, απλά όταν ο Κόμπι Μπράιαντ διαφήμιζε αεροπορικές εταιρείες, ο Ντάνκαν διαφήμιζε την τοπική μάρκα BBQ sauce απ’ το Τέξας. Έτσι συμβαίνει, αντικειμενικά, όταν είσαι γρανάζι μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου, του ονειρικού, αλλά ταυτόχρονα με σκιές για το ντόπινγκ, του θεαματικού, αλλά άκρως καταπονητικού για τα σώματα των παικτών, του δημοφιλούς, αλλά με τα αλμυρά εισιτήρια που δε μπορεί να αγοράσει ένας ψήστης μπιφτεκιών των Μακ Ντόναλντς των 5 ευρώ την ώρα. Αυτή όμως είναι μια «σύμβαση» που υπογράφουμε όλοι όσοι έχουμε σχέση το σύγχρονο μπάσκετ, τον σύγχρονο επαγγελματικό αθλητισμό γενικότερα. Και αυτοί που συμμετέχουν, και εμείς που αγαπάμε το άθλημα και το παρακολουθούμε από τους δέκτες μας.  
Και η φετινή χρονιά σε αυτή την επιχείρηση, προμηνύεται ταυτόχρονα βαρετή και θυελλώδης, χωρίς τους τρεις μεγάλους απόντες, αλλά με την υπερομάδα των Γουόριορς να προορίζεται να σαρώσει στο διάβα της ότι κινείται και τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για έναν τελικό που θα περιλαμβάνει ταυτόχρονα Λεμπρόν Τζέιμς και Κέβιν Ντουράντ.

Καλή αγωνιστική χρονιά λοιπόν. Και μέσα και έξω απ’ τα γήπεδα.


Δείτε: